μεγαλ(ο)-

μεγαλ(ο)-
και μεγα-/ μεγά- (ΑM μεγαλ[ο]-και μεγα-/ μεγά-)
α' συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α' συνθετικό προσδιορίζει το θ' συνθετικό, πρβλ. μεγαλό-καρδος, μεγαλ-έμπορος), χωρίς να λείπουν και οι άλλοι τύποι συνθέτων, όπως είναι τα παρατακτικά (πρβλ. μεγαλό-μικρος «μεγάλος και μικρός»), τα κτητικά (πρβλ. μεγαλό-ρρινος, μεγαλο-μέτωπος) κ.ά. Εκτός τής σημασίας «μεγάλος» σε μέγεθος, σε ποσότητα (πρβλ. μεγαλ-αύχην) έχει και τη σημασία «σπουδαίος, άξιος, σημαντικός» (πρβλ. μεγαλ-επίβολος, μεγαλ-ήνωρ, μεγαλο-γιορτάδες), βλ. σημασίες τής λ. μεγάλος. Σε άλλες περιπτώσεις το α' συνθετικό έχει επιτατική σημασία (πρβλ. μεγα-θαμβής, μεγα-θαρσής, μεγαλ-επιφανής). Υπάρχει, τέλος, ένας αριθμός συνθέτων που είναι αντιδάνειοι επιστημονικοί όροι (πρβλ. μεγά-φωνο < γαλλ. mega-phone, μεγαλο-σπληνία < γαλλ. megalo-splenie). Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν οι χρησιμοποιούμενοι στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων όροι με α' συνθετικό meg(a)-, που δίνει στο β' συνθετικό τη σημασία ενός εκατομμυρίου μονάδων (πρβλ. μεγαμπέρ < γαλλ. megampere, μεγαχέρτς < γαλλ. mega-hertz).Σύνθ. με α' συνθετικό μεγαλ(ο)-: μεγάλαυχος, μεγαλέμπορος, μεγαλεπήβολος, μεγαλήγορος, μεγαλοδάπανος, μεγαλόδοξος, μεγαλόδους, μεγαλοδύναμος, μεγαλόδωρος, μεγαλόθυμος, μεγαλοκέφαλος, μεγαλοκράτωρ, μεγαλομανής, μεγαλομάρτυρας, μεγαλομάτης, μεγαλόνους, μεγαλοποιώ, μεγαλόπολη, μεγαλοπολίτης, μεγαλοπράγμων, μεγαλοπρεπής, μεγαλορρήμων, μεγαλόρρινος, μεγαλόστηθος, μεγαλόστομος, μεγαλόσχημος, μεγαλοσχήμων, μεγαλοσώματος, μεγαλόσωμος, μεγαλουργός, μεγαλοφανής, μεγαλόφθαλμος, μεγαλόφρων, μεγαλοφυής, μεγαλόφωνος, μεγαλόψυχος, μεγαλώνυμος
αρχ.
μεγαλάδικος, μεγαλαλκής, μεγάλανδροι, μεγάλαρτος, μεγαλαύχην, μεγαλεπίβουλος, μεγάλευκτος, μεγαλήνωρ, μεγαλήφατος, μεγάληχος, μεγαλόβιος, μεγαλοβλαβής, μεγαλόβουλος, μεγαλοβρεμέτης, μεγαλόβρομος, μεγαλόβρυχος, μεγαλόβωλος, μεγαλογάστωρ, μεγαλογκία, μεγαλογνώμων, μεγαλογράφος, μεγαλοδαίμων, μεγαλόδενδρος, μεγαλόδηλος, μεγαλόδουλος, μεγαλοειδώς, μεγαλοευπώγων, μεγαλόζηλος, μεγαλόζωνος, μεγαλοημέρευσις, μεγαλόηχος, μεγαλόθριξ, μεγαλόθρονος, μεγαλόθρους, μεγαλόθυτον, μεγαλοκαμπής, μεγαλόκαρπος, μεγαλόκαυλος, μεγαλοκερδής, μεγαλοκευθής, μεγαλοκίνδυνος, μεγαλοκλεής, μεγαλόκλονος, μεγαλακμής, μεγαλοκοίλιος, μεγαλόκοιλος, μεγαλόκολπος, μεγαλόκορος, μεγαλοκόρυφος, μεγαλόκοτος, μεγαλόκρακτος, μεγαλοκρατής, μεγαλόκτυπος, μεγαλόκωλος, μεγαλόλαλος, μεγαλόμαζος, μεγαλομερής, μεγαλομέτωπος, μεγαλομήτηρ, μεγαλόμητις, μεγαλόμικρος, μεγαλόμισθος, μεγαλομοιρία, μεγαλοπάθεια, μεγαλοπάρειος, μεγαλοπενθής, μεγαλόπετρος, μεγαλόπλατος, μεγαλοπλούσιος, μεγαλόπλουτος, μεγαλόπνοος, μεγαλοπόλεμος, μεγαλοπόνηρος, μεγαλόπους, μεγαλοπραγία, μεγαλοπτέρυγος, μεγαλόπτωχος, μεγαλορρέκτης, μεγαλόρριζος, μεγαλορρώξ, μεγαλόσαρκος, μεγαλοσθενής, μεγαλόσθενος, μεγαλόσκιος, μεγαλοσμάραγος, μεγαλοσοφιστής, μεγαλόσπλαγχνος, μεγαλόσταχυς, μεγαλοστένακτος, μεγαλόστονος, μεγαλόσφυκτος, μεγαλότεχνος, μεγαλότιμος, μεγαλότολμος, μεγαλότοξος, μεγαλοτράχηλος, μεγαλουργής, μεγαλούχος, μεγαλοφεγγής, μεγαλόφιλος, μεγαλόφλεβος, μεγαλόφορτος, μεγαλόφυλλος, μεγαλόχαρτος, μεγαλοχάσμων, μεγαλοψόφητος, μεγαλόψοφος, μεγαλώδυνος, μεγαλωπός (ΙΙ), μεγαλωφελής
αρχ.-μσν.
μεγαλαυχής, μεγαλευχερώς, μεγαλήτωρ, μεγαλόζωος, μεγαλόκερως, μεγαλοκύμων, μεγαλόστερνος
μσν.
μεγαλαγκυλοχείλης, μεγάλαθλος, μεγαλάφτης, μεγαλεγκωμίαστος, μεγαλεπιφανής, μεγαλεταίραρχος, μεγαλοαλογίται, μεγαλόβιβλος, μεγαλοβόας, μεγαλόβοος, μεγαλοβραχίων, μεγαλόβρυτος, μεγαλογενής, μεγαλογράμματος, μεγαλόδουλος, μεγαλοείμων, μεγαλοεβδομάδα, μεγαλοευγενέστατος, μεγαλόζηλα, μεγαλοήλιξ, μεγαλοκάρδιος, μεγαλοκήρυξ, μεγαλόκροτος, μεγαλόλαιφος, μεγαλοματσουκάτος, μεγαλομέγεθος, μεγαλομόναχος, μεγαλομουστακάτος, μεγαλόνευρος, μεγαλόνικος, μεγαλοπιστία, μεγαλόπλευρος, μεγαλοπληθής, μεγαλοπλουμάτος, μεγαλόπονος, μεγαλόπορνος, μεγαλοπορφυρογέννητος, μεγαλοπρεπεύομαι, μεγαλοπρόθυμον, μεγαλοπτέρυξ, μεγαλοπώγων, μεγαλόσοφος, μεγαλοτελώς, μεγαλοϋπέροχος, μεγαλοφωνάζω, μεγαλόφωτος, μεγαλόχαος, μεγαλοχεύμων, μεγαλόψωλος
μσν.- νεοελλ.
μεγαλόκορμος, μεγαλόμαστος, μεγαλομύτης
νεοελλ.
μεγαλακρία, μεγαληπατία, μεγαλοαπατεώνας, μεγαλοαστός, μεγαλόβαθρος, μεγαλοβδομαδιάτικος, μεγαλοβδόμαδο, μεγαλοβιομήχανος, μεγαλογιατρός, μεγαλογιορτάδες, μεγαλογυναίκα, μεγαλοδακτυλία, μεγαλοεισαγωγέας, μεγαλοεπιχειρηματίας, μεγαλοϊδεατισμός, μεγαλοϊδιοκτήτης, μεγαλόκαρδος, μεγαλοκαρχαρίας, μεγαλοκοπέλα, μεγαλοκρανία, μεγαλοκτηματίας, μεγαλοκύτταρο, μεγαλομαστία, μεγαλομαστόρα, μεγαλοπιάνομαι, μεγαλόπνευστος, μεγαλοποδία, μεγαλόπρεπος, μεγαλοσπληνία, μεγαλόσταυρος, μεγαλοτσιφλικάς, μεγαλόφανος, μεγαλοφάνταστος, μεγαλοφθαλμία, μεγαλόχαρος, μεγαλοψία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεγάλ' — μεγάλα , μέγας big neut nom/voc/acc pl μεγάλα , μέγας big neut voc pl μεγάλε , μέγας big masc voc sg μεγάλᾱͅ , μέγας big fem dat sg (doric aeolic) μεγάλαι , μέγας big fem nom/voc pl μεγάλαι , μέγας big fem voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέγαλ' — μέγαλα , μέγας big neut acc pl μέγαλα , μέγας big neut nom pl μέγαλε , μέγας big masc voc sg μέγαλαι , μέγας big fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …   Dictionary of Greek

  • Religion grecque (culte) — Religion grecque antique (culte) Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux [1]. Ces rites ne s excluent pas, au… …   Wikipédia en Français

  • Religion grecque antique (culte) — Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux[1]. Ces rites ne s excluent pas, au contraire : une offrande s… …   Wikipédia en Français

  • Sacrifice dans la religion grecque antique — Religion grecque antique (culte) Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux [1]. Ces rites ne s excluent pas, au… …   Wikipédia en Français

  • Religión de la Antigua Grecia (culto) — Saltar a navegación, búsqueda Este artículo trata de las diferentes formas cultuales adoptadas por la religión de la Antigua Grecia. Ciertos conceptos que aquí son evocados necesitan de la lectura del artículo referente a las nociones en la… …   Wikipedia Español

  • Великая Русь —  История России …   Википедия

  • Ptolemäos — Ptolemäos. I. Könige. A) Von Ägypten: Die Dynastie der Ptolemäer od. Lagiden begreift die 13 (nach And. 14, 15 od. 16) Könige makedonischer Abstammung, welche nach dem Tode Alexanders des Großen 323 v., Chr., bis zur Unterwerfung Ägyptens durch… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • Michel — * Michel, adj. et adv. welches groß bedeutete, im Hochdeutschen aber völlig veraltet ist, dessen Spuren sich aber noch in verschiedenen eigenthümlichen Nahmen erhalten haben, wohin unter andern auch Micheldorf in Österreich, Meklenburg, ehedem… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”